Ο Ελληνισμός της Αφρικανικής Ηπείρου

Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρεις κι έναν Έλληνα από κάτω, λέει το ρητό και ο Κώστας Μητσάκης κάνοντας «το γύρο του κόσμου Νότια» το επιβεβαιώνει. Στο πέρασμά του από τις χώρες της Αφρικανικής Ηπείρου κατέγραψε το ελληνικό στοιχείο και μεταφέρει στο newsbeast.gr την ιστορία και την σημερινή σύνθεση των Ελληνικών κοινοτήτων στις χώρες που πέρασε. 

«Στα πλαίσια του ταξιδιού μου στην Μαύρη ήπειρο, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τους θεματοφύλακες του ελληνικού πολιτισμού στα όρια της αφρικανικής γης και να καταγράψω παράλληλα την πολυδιάστατη ιστορία και διαδρομή του ελληνικού στοιχείου της Αφρικής μέσα στον χρόνο.

Η Αίγυπτος υπήρξε η πατρίδα του Καβάφη, του Τοσίτσα, του Αβέρωφ, του Στουρνάρη και τόσων άλλων επώνυμων και ανώνυμων Αιγυπτιωτών Ελλήνων, οι οποίοι έγραψαν τη δική τους ιστορία και ταυτόχρονα κράτησαν ψηλά τη γαλανόλευκη σημαία. 

Στην πιο γόνιμη περίοδό της, που διήρκεσε ως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, η ελληνική κοινότητα του Καΐρου έφτασε τους 125.000 Έλληνες - σε σύνολο 250.000 που βρίσκονταν διασκορπισμένοι σε όλη την Αίγυπτο. 

Στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια, στο Σουέζ, στο Πορτ Σάιντ, στην Ισμαηλία, στη Μίνια, παντού σε όλη την Αίγυπτο, οι Αιγυπτιώτες Έλληνες, με τις επιχειρήσεις τους, τα σχολεία, τις εκκλησίες, τους αθλητικούς συλλόγους και τα άλλα πνευματικά, κοινωφελή και φιλανθρωπικά τους ιδρύματα, συμμετείχαν ενεργά στα κοινωνικά, πολιτιστικά και οικονομικά δρώμενα της χώρας.

Η μεταπολίτευση του 1952 άλλαξε ριζικά την ιστορία για το κομμάτι αυτό του ελληνισμού της Αφρικής. Το ελληνικό στοιχείο της Αιγύπτου, θύμα των τοπικών πολιτικών εξελίξεων, κατάφερε να κρατηθεί όρθιο και να καμαρώνει σήμερα για το ένδοξο παρελθόν του, παρόλο που οι αριθμοί είναι δυστυχώς απογοητευτικοί - στο Κάιρο υπάρχουν σήμερα μόλις 600 Έλληνες. 

Σουδάν. Οι πρώτοι Έλληνες βρέθηκαν διάσπαρτοι στο Σουδάν από το 1850, ενώ στο Χαρτούμ το 1880 εγκαταστάθηκαν περίπου 135 Έλληνες. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι πολιτικές εξελίξεις στο Σουδάν ευνόησαν την εγκατάσταση και άλλων Ελλήνων, κυρίως εμπόρων, που συνέβαλαν καθοριστικά στην προώθηση και ανάπτυξη του τοπικού εμπορίου. 

Το 1902 ιδρύθηκε η ελληνική κοινότητα του Χαρτούμ, ενώ τα αμέσως επόμενα χρόνια συστάθηκαν διάφορα Σωματεία (Καρπαθιανός Σύλλογος, Ηπειρωτική Αδελφότητα, Προσκοπικός Σύνδεσμος), η Φιλόπτωχος, η Ελληνική Λέσχη, ο Αθλητικός Σύλλογος, η Τράμπειος Σχολή (1923) και η Κοντομιχάλειος Σχολή. 

Σχεδόν ταυτόχρονα ιδρύθηκαν κοινότητες, σχολεία και εκκλησίες και σε άλλες πόλεις του Σουδάν (Atbara, Port Sudan, Wad Medani, Gedaref, Juba, Wadi Halfa). 
Στη δεκαετία του 1960, ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων του Σουδάν έφτασε τους 10.000, από τους οποίους οι 6.000 διέμεναν στο Χαρτούμ. 

Οι μεγαλύτερες εμπορικές εταιρείες και εργοστάσια του Σουδάν ανήκαν την εποχή εκείνη σε Έλληνες. Όμως, τέλη της δεκαετίας του 1960, αρχίζει η συρρίκνωση των ομογενών μας, με κυριότερη αιτία την επιβολή ποικίλων περιορισμών από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, με αποκορύφωμα την εθνικιστική εκστρατεία του προέδρου Γκααφάρ Νιμέιρι, στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

Σήμερα, το ελληνικό στοιχείο του Σουδάν έχει πλέον συρρικνωθεί σε 200 άτομα (όλοι σχεδόν κάτοικοι Χαρτούμ), οι οποίοι προσπαθούν να διατηρήσουν την ελληνικότητά τους, τα σχολεία, τα θρησκευτικά μνημεία και τα ελάχιστα ιδρύματα που έχουν απομείνει. 

Στον χώρο της Ελληνικής κοινότητας του Χαρτούμ βρίσκονται τα εκπαιδευτικά ιδρύματα Τράμπειος και Κοντομιχάλειος Σχολή, ενώ δίπλα ακριβώς ορθώνεται και η ορθόδοξη εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που χτίστηκε το 1908.

Αιθιοπία. Οι πρώτοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Αιθιοπία έφτασαν γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα. Στην πλειοψηφία τους κατάγονταν από την Κω και την Κάρπαθο και απασχολούνταν στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Αιθιοπίας-Τζιμπουτί, οι εργασίες της οποίας είχαν ξεκινήσει το 1890. 

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Έλληνες εργάτες έφεραν και τις οικογένειές τους, για να συγκροτηθεί στη συνέχεια μια πολυάριθμη παροικία.

Το 1910, ιδρύθηκε η ελληνική κοινότητα της Αντίς Αμπέμπα, ενώ ήδη από το 1900 λειτούργησε η πρώτη ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, του Αγίου Φρουμεντίου. Μέχρι το 1935, οι Έλληνες της Αιθιοπίας έφτασαν τους 6.000 περίπου, που ασχολήθηκαν με το εξαγωγικό εμπόριο, κυρίως του δέρματος, του καφέ και των ποτών.

Η πτώση του Χαϊλέ Σελασιέ και η άνοδος των κομουνιστών το 1974 δρομολόγησαν ριζικές πολιτικο-κοινωνικές αλλαγές (όπως ιδιωτικοποιήσεις και δημεύσεις περιουσιών), που επηρέασαν άμεσα και την ελληνική παροικία, αναγκάζοντας τους περισσότερους ομογενείς να πάρουν την πικρή απόφαση του γυρισμού. Η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα στην Αιθιοπία αριθμεί μόλις 200 συμπατριώτες μας. 

Κυριότεροι σταθμοί στη γνωριμία με τα σύγχρονα ελληνοπρεπή αξιοθέατα της Αντίς Αμπέμπα αποτελεί η ελληνική ορθόδοξη μητρόπολη και ο Αθλητικός Σύλλογος «Ολυμπιακός». Ωστόσο, στοιχεία έντονης ελληνικής παρουσίας συναντά κανείς στον χώρο της κοινότητας, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. 

Το καμάρι της κοινότητας είναι η Καλογεροπούλειος Σχολή, ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό ίδρυμα που ανεγέρθηκε με δωρεά του επίτιμου προέδρου της ελληνικής κοινότητας κ. Καλογερόπουλου. Και φυσικά, όλα τα υπόλοιπα σχολεία έχουν χτιστεί από δωρεές Ελλήνων ομογενών και φέρουν την ονομασία του ιδρυτή τους: το Διαμάντειο Νηπιαγωγείο, η Ζέκκειος Δημοτική Σχολή και το Μίχειο Γυμνάσιο. 

Στην Τανζανία ο ελληνισμός, που μετράει έναν αιώνα ζωής, αριθμεί 150 περίπου συμπατριώτες μας. Η παρουσία των πρώτων Ελλήνων στην Τανζανία σημειώθηκε το 1890. Ήταν έμποροι που αρχικά έμειναν στην παραθαλάσσια πρωτεύουσα Dar El Salam και αργότερα προχώρησαν στην ενδοχώρα - κυρίως στις πόλεις Arusha και Moshi. 

Το 1920 ιδρύθηκε η ελληνική κοινότητα του Dar El Salam, που περιλάμβανε 1.000 περίπου Έλληνες, εμπόρους, εργολάβους και ξενοδόχους στην πλειοψηφία τους. Τις δεκαετίες του 1940 και 1950 καταγράφονται περίπου 3.000 ελληνικές οικογένειες στην Τανζανία, πολλές από τις οποίες υπήρξαν ιδιοκτήτριες μεγάλων αγροκτημάτων με καπνά και σισάλ.

Η άνοδος του προέδρου Νιρέιρε στην εξουσία το 1963 και η συνεχιζόμενη οικονομική δυσπραγία ώθησαν αρκετούς πάροικους να επαναπατριστούν ή να αναζητήσουν καλύτερη τύχη σε άλλες χώρες, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί πληθυσμιακά το τοπικό ελληνικό στοιχείο.

Στη Ζάμπια, αν και ο αριθμός των Ελλήνων οι οποίοι εξακολουθούν να λειτουργούν τις κοινότητες και τις εκκλησίες τους αγγίζει μόλις τις 180 οικογένειες, η ελληνική παρουσία είναι αρκετά έντονη στην τοπική οικονομική ζωή, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το μέγεθος και τη δύναμη των επιχειρήσεων που κατέχουν οι απόδημοι Έλληνες, οι οποίοι βρίσκονται εγκαταστημένοι κυρίως στην πρωτεύουσα Λουσάκα

Στην Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής, επίσημες στατιστικές πηγές αναφέρουν ότι ήδη από το 1850 υπήρχαν 110 τουλάχιστον Έλληνες στα όρια της χώρας, με 70 από αυτούς να έχουν καταγραφεί στην περιοχή του Κέιπ Τάουν. 

Στα μέσα της δεκαετίας του 1880, το νούμερο αυτό τριπλασιάστηκε, ενώ στο Κέιπ Τάουν υπήρχαν πλέον 120 Έλληνες, στην πλειοψηφία τους από την Ιθάκη. Το 1899-1902 οι Έλληνες του Κέιπ Τάουν άγγιξαν τα 1.000 άτομα, γεγονός που το 1900 οδήγησε στην ίδρυση της τοπικής ελληνικής κοινότητας. 

Οι Έλληνες της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής σταδιακά δραστηριοποιήθηκαν οικονομικά στους τομείς του εξαγωγικού εμπορίου, της εγχώριας διακίνησης προϊόντων διατροφής και δημιουργίας εμπορικών καταστημάτων. Το 1945, στο Κέιπ Τάουν υπήρχαν πάνω από εκατόν σαράντα ελληνικά μαγαζιά, τα οποία διακινούσαν το 60% του τοπικού εμπορίου λιανικής.

Κατά τη χρονική περίοδο 1970-1995, παρά την ασταθή πολιτική κατάσταση που χαρακτήριζε τη χώρα, οι τοπικές ελληνικές κοινότητες αριθμούσαν αισίως περίπου 110.000 Έλληνες, ομογενείς. Στην πλειοψηφία τους ανέπτυξαν ιδιαίτερους οικονομικούς δεσμούς με τη νοτιοαφρικάνικη χώρα και απέκτησαν μεγάλη κοινωνική επιφάνεια, γεγονός που τους επέτρεψε να δημιουργήσουν τις κοινότητες, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα γηροκομεία, τις εκκλησίες, καθώς και τα κοινωφελή και ψυχαγωγικά τους ιδρύματα. 

Σήμερα, η ελληνική παρουσία στην πατρίδα του Νέλσον Μαντέλα αριθμεί περίπου 80.000 άτομα». 

Πηγή: www.newbeast.gr

Σχόλια